νικοτίνη

νικοτίνη
η
(λ. γαλλ.), ουσία που περιέχεται στον καπνό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νικοτίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα φύλλα του καπνού, σε ποσότητες από 0,6 έως 15%· από φαρμακολογική άποψη η σπουδαιότερη ενέργεια της ν. κατευθύνεται στο νευροφυτικό σύστημα, τα γάγγλια του οποίου αρχικά ερεθίζονται και ακολούθως παραλύουν.… …   Dictionary of Greek

  • νικοτινίζω — [νικοτίνη] εμποτίζω με νικοτίνη, δηλητηριάζω με νικοτίνη …   Dictionary of Greek

  • νικοτινίαση — η ιατρ. το σύνολο τών συμπτωμάτων που προκαλούνται από το χρόνιο κάπνισμα και οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην περιεχόμενη νικοτίνη στον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτίνη + ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • νικοτινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νικοτίνη 2. φρ. «νικοτινικό οξύ» (βιοχ.) υδατοδιαλυτή βιταμίνη τού συμπλέγματος Β, αλλ. νιασίνη, αντιπελλαγρική βιταμίνη ή βιταμίνη PP. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinic (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia

  • Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes …   Deutsch Wikipedia

  • Валтинос, Танасис — Танасис Валтинос греч. Θανάσης Βαλτινός Дата рождения: 1932 год(1932) Место рождения: с. Кастри, Севе …   Википедия

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”